Η επέκταση της πανδημίας σε νεαρές ηλικίες στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις τελευταίες διαπιστώσεις των επιστημόνων, δεν πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Το γεγονός ότι οι πιο ευάλωτοι αυτοπροστατεύονται και δεν υπάρχει ιδιαίτερη αύξηση στα σοβαρά περιστατικά, δεν σημαίνει ότι οι νέοι δεν κινδυνεύουν.
Τη διαπίστωση έκανε ο Καθηγητής στο Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Γκίκας Μαγιορκίνης. “Η επέκταση αυτής της επιδημίας στις νεαρές ηλικίες, ενώ αναμένεται να οδηγήσει σε σχετικά μικρό αριθμό βαρέων περιστατικών, από την άλλη ωστόσο θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις αυτής της λοίμωξης, ακόμα και στα ήπια περιστατικά, δεν είναι πλήρως κατανοητές”, ήταν η ακριβής δήλωση του καθηγητή κατά τη χθεσινή πρώτη ενημέρωση για τον κορονοϊό που έγινε στο Υπουργείο Υγείας.
Πέρα από το γεγονός ότι η ηλικιακή ομάδα των νέων μπορεί να δώσει ανά πάσα στιγμή μεταδόσεις στις μεγαλύτερες ηλικίες και οι ίδιοι οι νέοι με μέσο όρο τα 39 χρόνια -ασυμπτωματικοί ή με ελαφρά συμπτώματα- κινδυνεύουν από τις μακροχρόνιες επιπτώσεις του κορονοϊού. Αυτές μέχρι στιγμής, και εφόσον η πανδημία έχει κλείσει έναν κύκλο μόλις 6 μηνών, δεν είναι γνωστές στους επιστήμονες.
Τσιόδρας: “Οι νέοι δεν είναι άτρωτοι”
Το ίδιο αγωνιώδες μήνυμα, ότι “οι νέοι δεν είναι άτρωτοι” μετέδωσε κατά την τελευταία του εμφάνιση στις 4 Αυγούστου και ο καθηγητής παθολογίας, Σωτήρης Τσιόδρας.
“Πρέπει να κατανοήσουν και οι νέοι άνθρωποι πως -παρά το γεγονός ότι σπανίως προσβάλλονται σοβαρά- ακόμη δεν γνωρίζουμε ούτε κατανοούμε πλήρως το φάσμα των μακροχρόνιων εκδηλώσεων του ιού”, ανέφερε ο κ. Τσιόδρας και παρέθεσε στοιχεία από γερμανική μελέτη, η οποία εντόπισε καρδιολογικές αλλοιώσεις σε μαγνητικές τομογραφίες ασθενών μέσης ηλικίας.
Οι επιστήμονες παγκοσμίως, ωστόσο, έχουν παρατηρήσει ορισμένες ιδιαίτερα ανησυχητικές κλινικές επιπτώσεις στον οργανισμό των ανθρώπων που έχουν αναρρώσει από τον κορονοϊό. Μένει να φανεί μέσα στον χρόνο, εάν θα αποδειχθούν περιστασιακές ή εάν θα παραμείνουν ως μόνιμες βλάβες.
Κορονοϊός: Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις
Τα συμπτώματα μπορεί να επιμείνουν για μήνες
Οι περισσότεροι άνθρωποι που νοσούν από CΟVID-19 αναρρώνουν εντελώς μέσα σε λίγες εβδομάδες. Κάποιοι άλλοι, όμως - ακόμη και με ελαφρά μορφή της νόσου - συνεχίζουν να εμφανίζουν συμπτώματα μετά την ανάρρωσή τους. Οι γιατροί της Mayo Clinic διαπίστωσαν ότι τα συμπτώματα του COVID-19 μπορεί κάποιες φορές να επιμείνουν για μήνες. Οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με σοβαρές ιατρικές παθήσεις είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν παρατεταμένα συμπτώματα COVID-19.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα που παραμένουν με την πάροδο του χρόνου είναι:
- Κόπωση
- Βήχας
- Δυσκολία στην αναπνοή
- Πονοκέφαλος
- Πόνος στις αρθρώσεις
Ο ιός μπορεί να βλάψει βασικά ζωτικά όργανα
Αν και ο COVID-19 θεωρείται ως μια ασθένεια που επηρεάζει κυρίως τους πνεύμονες, μπορεί επίσης να βλάψει πολλά ακόμη όργανα, όπως την καρδιά και τον εγκέφαλο, γεγονός το οποίο αυξάνει τον κίνδυνο μακροχρόνιων προβλημάτων υγείας.
Οι επιπτώσεις του ιού SARS-CoV-2 στα όργανα αυτά, αναλυτικά είναι:
Καρδιά: Οι απεικονιστικές εξετάσεις που έγιναν σε ασθενείς μήνες μετά την ανάρρωση τους από τον COVID-19 έδειξαν μόνιμη βλάβη στον καρδιακό μυ, ακόμη και σε άτομα που εμφάνιζαν μόνο ήπια συμπτώματα. Στην περίπτωση αυτή, ο κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας ή άλλων επιπλοκών της καρδιάς στο μέλλον, είναι υπαρκτός.
Πνεύμονες: Ο τύπος πνευμονίας που συχνά σχετίζεται με τον κορονοϊό μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνια βλάβη στις κυψελίδες των πνευμόνων και να οδηγήσει σε μακροχρόνια αναπνευστικά προβλήματα.
Εγκέφαλος: Ακόμη και στους νέους, ο COVID-19 μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλικά επεισόδια, σπασμούς και σύνδρομο Guillain-Barre - μια κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει προσωρινή παράλυση. Επίσης, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου του Πάρκινσον και της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Προβλήματα θρόμβων και αιμοφόρων αγγείων
Η νόσος COVID-19 μπορεί να προκαλέσει συσσώρευση των κυττάρων του αίματος με αποτέλεσμα την πρόκληση θρόμβων. Μεγάλοι σε μέγεθος θρόμβοι ενδέχεται να προκαλέσουν καρδιακές προσβολές και εγκεφαλικά επεισόδια. Τα σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα για τα οποία έχει ενοχοποιηθεί ο κορονοϊός πιστεύεται ότι προέρχονται από πολύ μικρούς θρόμβους που φράσσουν τα τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία, τα οποία βρίσκονται στον καρδιακό μυ.
Άλλα όργανα και σημεία του σώματος που επηρεάζονται από θρόμβους του αίματος είναι οι πνεύμονες, τα πόδια, το ήπαρ και οι νεφροί. Η νόσος ενδέχεται, επίσης, να αποδυναμώσει μακροπρόθεσμα τα αιμοφόρα αγγεία, γεγονός το οποίος συμβάλλει σε δυνητικά μακροχρόνια προβλήματα υγείας στο ήπαρ και τα νεφρά.
Προβλήματα διάθεσης και κακουχία
Άτομα με σοβαρά συμπτώματα πολύ συχνά χρειάζονται εισαγωγή σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και μηχανική υποβοήθηση της αναπνοής. Η επιβίωση από μια τέτοια δυσάρεστη εμπειρία είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει μεταγενέστερα το άτομο, να αναπτύξει Σύνδρομο Μετατραυματικού Στρες, κατάθλιψη και άγχος.
Σε σχετικές μελέτες για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που παρατηρούνται σε ασθενείς που έχουν αναρρώσει από σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (SARS), έχει αποδειχθεί ότι ανέπτυξαν στη συνέχεια, Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης.
Πρόκειται για μια σύνθετη διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από ακραία κόπωση, η οποία επιδεινώνεται με τη σωματική δραστηριότητα, αλλά δεν βελτιώνεται με την ξεκούραση. Το ίδιο πιθανολογείται ότι ισχύει και για τα άτομα που ασθένησαν από τον COVID-19.
Άγνωστες παραμένουν ακόμα οι περισσότερες επιπτώσεις
Ωστόσο, πολλές από τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του COVID-19 εξακολουθούν να είναι άγνωστες. Γι' αυτό και οι ερευνητές συνιστούν στους κλινικούς γιατρούς να παρακολουθούν στενά τα άτομα που έχουν αναρρώσει από τον κορονοϊό, ώστε να διαπιστώσουν πώς λειτουργούν τα όργανά τους μετά την ανάρρωση.
Είναι σημαντικό να θυμάστε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που μολύνθηκαν από τον κορονοϊό αναρρώνουν γρήγορα. Ωστόσο, τα δυνητικά μακροχρόνια προβλήματα καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη να μειωθεί η εξάπλωση της νόσου με την αυστηρή τήρηση των μέτρων προφύλαξης, όπως είναι η χρήση της μάσκας, η αποφυγή του συγχρωτισμού και η καθαριότητα των χεριών.
Πηγη: iatropedia.gr